- φωταγώγιο(ν)
- το мор. иллюминатор порохового склада
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωταγώγιο — το, Ν [φωταγωγός] ναυτ. μικρό υαλόφρακτο χώρισμα στον τοίχο πυριτιδαποθήκης πλοίου, που χρησιμεύει για ακίνδυνο εξωτερικό φωτισμό της … Dictionary of Greek
φωταγώγιο — το (ναυτ.), μικρό τζαμωτό άνοιγμα στον τοίχο πυριτιδαποθήκης πολεμικού πλοίου για τον ακίνδυνο φωτισμό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)